- ὀλωλώς
- ὄλλυμιdestroyperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωλός — ή, ό (Μ λωλός, ή, όν) 1. τρελός, παλαβός 2. ανόητος, απερίσκεπτος 3. αφελής 4. (για γέρο) ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος. επίρρ... λωλά (Μ λωλά) με ανόητο τρόπο, τρελά, παλαβά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής μτχ. ὀλωλώς τού μέσου παρακμ. τού ρ.… … Dictionary of Greek